- μασχαλῶν
- μασχάληarm-pitfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γράσος — ο (Α γράσος) 1. δυσοσμία τράγου, τραγίλα 2. δυσοσμία από τον ιδρώτα τών μασχαλών τών ανθρώπων, ιδρωτίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράω «καταπίνω» (πρβλ. τράγος τρώγω) με επίθημα σο . Η λ. γράσος έχει και τη σημασία «τράγος» από μετωνυμία] … Dictionary of Greek
περιπόνηρος — ον, ΜΑ (ως λογοπαίγνιο στη λ. περιφόρητος) πολύ κακός άνθρωπος, άνθρωπος πολύ κακής διαθέσεως («ὁ περιπόνηρος Ἀρτέμων... ὄζων κακὸν τῶν μασχαλῶν πατρὸς Τραγασαίου», Αριστοφ.). επίρρ... περιπονήρως Μ με περιπόνηρο τρόπο, με πολύ κακή διάθεση … Dictionary of Greek
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek